- μετακόσμιος
- μετακόσμιοςbetween worldsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετακόσμιος — α. ο, θηλ. και ος (Α μετακόσμιος, ον) νεοελλ. αυτός που υπάρχει ή γίνεται πέρα από αυτό τον κόσμο, μετά την παρούσα ζωή, μεταθανάτιος αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μεταξύ τών ουράνιων σωμάτων, στο μεταξύ τών κόσμων διάστημα 2. αχανής … Dictionary of Greek
μετακόσμιον — μετακόσμιος between worlds masc/fem acc sg μετακόσμιος between worlds neut nom/voc/acc sg μετακοσμέω rearrange imperf ind act 3rd pl (doric) μετακοσμέω rearrange imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακοσμίοις — μετακόσμιος between worlds masc/fem/neut dat pl μετακοσμέω rearrange pres opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακοσμίου — μετακόσμιος between worlds masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακοσμίων — μετακόσμιος between worlds masc/fem/neut gen pl μετακοσμέω rearrange pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακοσμίῳ — μετακόσμιος between worlds masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακόσμια — μετακόσμιος between worlds neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερωκεάνιος — α, ο / ὑπερωκεάνιος, ον, ΝΑ, και παλαιότ. τ. υπερωκεάνειος Ν αυτός που βρίσκεται πέρα από τον ωκεανό (α. «υπερωκεάνιες κτήσεις» β. «ὑπερωκεάνιοι χῶραι», Φίλ.) νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται διά μέσου τού ωκεανού («υπερωκεάνια ταξίδια») 2. το ουδ.… … Dictionary of Greek
μετακοσμίωι — μετακοσμίῳ , μετακόσμιος between worlds masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)